Κατά την αορτοστεφανιαία παράκαμψη ο καρδιοχειρουργός λαμβάνει ανάλογα με την έκταση της βλάβης στα στεφανιαία αγγεία υγιείς αρτηρίες (π.χ. αριστερή και δεξιά έσω μαστική αρτηρία, κερκιδικές αρτηρίες) ή και φλέβες από ένα άλλο μέρος του σώματος και συνδέει (αναστομώνει) με τις γηγενείς αρτηρίες της καρδιάς. Με αυτό τον τρόπο τα αρτηριακά ή φλεβικά μοσχεύματα «παρακάμπτουν» (bypass) τις στενώσεις των γηγενών στεφανιαίων αγγείων και βελτιώνουν την ροή του αίματος παρέχοντας πλούσιο σε οξυγόνο αίμα στον καρδιακό μυ.
Η κλασσική αορτοστεφανιαία παράκαμψη διενεργείται μετά από τομή και διάνοιξη του στέρνου. Αρχικά χορηγούνται φάρμακα για να σταματήσει η λειτουργία της καρδιάς. Για την διατήρηση της ροής αίματος στους ιστούς του σώματος χρησιμοποιείται εξωσωματική κυκλοφορία. Αυτό επιτρέπει στον καρδιοχειρουργό να χειρουργεί μια ακίνητη καρδιά. Μετά το πέρας της επέμβασης, η καρδιά αρχίζει να ξαναλειτουργεί μετά από την χορήγηση ηλεκτρικών σοκ.
← Πώς γίνεται το bypass;